29 Ιουλ 2008

Επέστρεψα;





Τι είναι μια βδομαδούλα; μια σταλιά χρόνος. Έτσι περνάει, χωρίς να το καταλάβεις. Κάτι σαν ένα κενό στο χρόνο όπου βουτάς και βγαίνεις αναζωογονημένη. Σαν να βούτηξες στα παγωμένα νερά του αγαπημένου σου νησιού! Και γυρνάς στην πόλη, όπου τελικά ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ. Και δε σε περιμένει κιόλας! κι αναρωτιέσαι "τι μου λέτε, πότε έγιναν όλα αυτά βρε παιδιά;"
Έγιναν όσο εσύ έτρωγες φρέσκες ψαρούκλες σχεδόν κάθε μέρα, όσο τελείωνες σχεδόν δυο βιβλία, όσο πήγαινες σε σχεδόν δυο συναυλίες, όσο αποκτούσες σχεδόν τέλειο μαύρισμα, όσο είχες χάσει τόσο την αίσθηση του χρόνου που έκανες σχεδόν ένα τρίλεπτο να απαντήσεις στην ερώτηση "πόσο του μηνός έχουμε;", όσο συνδύαζες σχεδόν όλα τα αέρινα φορέματά σου με την ψάθινη καπελαδούρα, όσο οδηγούσες σε όλους σχεδόν τους κατσικόδρομους για να βουτήξεις σε όοολες τις αγαπημένες παραλίες, όσο δοκίμαζες σχεδόν όλα τα αμυγδαλωτά για να αποφασίσεις ποια είναι, επιτέλους, τα καλύτερα...

Αχ! μήπως τελικά μια βδομαδούλα είναι λίγη; λέω να πάρω άλλη μία αργότερα γιατί έχω αφήσει κάποια πράγματα στη μέση...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Και όμως στα νησιά μπορεί να ψυχανεμιστείς, έτσι ξαφνικά κάποιο έρωτα. Δεν είναι παραίσθηση, εσύ είσαι που έχεις αλλάξει και μπορείς να τον αναγνωρίσεις. Λένε, πως αυτή η αυθορμησία είναι επιπολαιότητα. Άστοχο… μάλλον είναι μια προϊδέαση για το πώς θα θέλαμε να δούμε τον κόσμο όλο τον υπόλοιπο χρόνο… Δεν χρειάζεται καν να γίνει κάτι, μπορεί να είναι μια υγιείς (τι αρρωστιάρα λέξη!) έξαρση του ματιού, ένα ξεκίνημα – αλλά όχι επιπολαιότητα. Ένα μικρό σοκ από την έκθεση στον ήλιο, καλυτέρα. Από τότε που το κατάλαβα, δεν με θαμπώνουν οι έρωτες του καλοκαιριού, μπορώ να ερωτευτώ όλο το χρόνο εξίσου δυνατά.

Βρήκα το νερό. Στάζει πάνω επάνω στις άκρες των χεριών μου όπως τινάζομαι. Στο κεφάλι νιώθω τον ήλιο να κατρακυλά και να σπάζει πάνω στις καμπύλες των χειλιών, των σωμάτων. Ένα χέρι μου έγνεφε από μακριά, μια πιο ζωντανή εικόνα. Δεν τρέχω, είναι η ακτή που κυλά κάτω από τα ποδιά παρασυρμένη από το κύμα όπως ετοιμαζομαι να μπω. Κοιτώ την παραλία και θυμάμαι. Χάρμα ήταν η άμμος, διαφανή έμπαινε μέσα στα ματιά όπως με έριχνες και κυλιόμασταν πάνω της. Με είχες κιόλας αγκαλιάσει. Περπατώ, με ένα γέλιο. Η παλιά, αγαπημένη, ανάμνηση έχει γίνει ένα με τον ήλιο, χάνεται και η ένωση τους με λυτρώνει. Συνεχίζω, ξανά, σε κάτι ακόμα ανεξερεύνητο. Μέσα, γιατί όχι;, στο καλοκαίρι.

Ροζ κόκκινες τέντες στην άκρη του ματιού. Γυναικεία σανδάλια αφημένα στην άμμο ανάποδα. Αφήνομαι και ξεχνιέμαι. Πάνω στη θάλασσα. Τα μικρά βράχια μοιάζουν με βότσαλα στα χεριά μου που απλώνονται και με βοηθούν να σταλθώ ανάσκελα. Έχω λίγη άμμο ακόμα πάνω στο δέρμα, για λίγο. Γυρίζω μπρούμυτα. Είσαι κάποια κάπου μέσα στο νερό, γαλάζια και χαμογελαστή. Εσύ που ψάχνω.

Δες τα σώματα τους. Κάτω από τον ήλιο κι από ένα λαμπερό φιλήδονο βερίκοκο. Χαμογελώ. Πιο πέρα, κι άλλα πλάσματα του νερού. Μερικά μου είναι γνωστά από παλιά, όχι σαν πρόσωπα, σαν οι πιο ελκυστικές φιγούρες. Κάθε σώμα μου λέει κάτι, ένα γέλιο ακόμα πιο πολλά. Πότε είναι που αρχίζεις να νιώθεις πράγματα; Σε πιο γέλιο; Σε ποια στιγμή; Νομίζω όταν για κάποιον αποχτάς ένα μοναδικό σημείο, μια δική μας γλώσσα από γέλια, μια αιφνίδια χαρωπή αλλαγή.

Στο κύμα του κόσμου.

 
eXTReMe Tracker